ρινί

ρινί
το / ῥινίον, ΝΜΑ [ῥίνη]
η ρίνη, η λίμα
αρχ.
κολλύριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρινί — το εργαλείο για το τρίψιμο σκληρών σωμάτων, λίμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥινί — ῥῑνί , ῥίς nose fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρινίον — (I) τὸ, Α βλ. ρινίο. (II) τὸ, ΜΑ βλ. ρινί …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • ρινίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, τρίβω με το ρινί, λιμάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”